ιδιοσύστατος

ιδιοσύστατος
-η, -ο
1. που έχει δική του σύσταση (υπόσταση), που υπάρχει από μόνος του.
2. που συστήνεται μόνος του, αυτοσύστατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδιοσύστατος — η, ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, ον) 1. αυτός που υπάρχει αφ εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση νεοελλ. αυτός που συστήνεται μόνος του. επίρρ... ἰδιοσυστάτως (ΑΜ) με δική του υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * +… …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυστασία — ἡ (Α ἰδιοσυστασία) [ιδιοσύστατος] ιδιαίτερη, ξεχωριστή σύσταση νεοελλ. το σύνολο τών μορφολογικών, λειτουργικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό τού τύπου στον οποίο ανήκει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”